- περιοριστής
- ο, Ν [περιορίζω]τεχνολ. μηχανική ή ηλεκτρική διάταξη η οποία έχει σκοπό να παρεμποδίζει ένα φυσικό μέγεθος να λάβει τιμές που θα ήταν επικίνδυνες ή ανεπιθύμητες (α. «περιοριστής διαδρομής» — μηχανική διάταξη που εμποδίζει ένα κινητό εξάρτημα μηχανής να υπερβεί ορισμένα σημεία διαδρομής και τό υποχρεώνει να κινείται μέσα σε ορισμένα πλαίσιαβ. «περιοριστής ταχύτητας» ή «ρυθμιστής ταχύτητας» — διάταξη που εμποδίζει μια μηχανή ή ένα όργανο να υπερβεί ορισμένη ταχύτηταγ. «περιοριστής πλάτους ρεύματος» — ηλεκτρονική διάταξη που χρησιμοποιείται κατά τη λήψη ραδιοσημάτων με διαμόρφωση συχνότητας, με σκοπό τον περιορισμό τών παρασίτων γιατί εμποδίζει το πλάτος τους να προσλάβει μεγάλες τιμέςδ. «περιοριστής υπέρτασης» — διάταξη προστασίας η οποία εμποδίζει μια ηλεκτρική τάση να υπερβεί μια μέγιστη τιμή).
Dictionary of Greek. 2013.